Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Για ένα κιλό λάδι

Νόμιζα ότι είχαμε γίνει λίγο σοφότεροι. Έχουν, άλλωστε, περάσει έξι (6) ολόκληρα χρόνια. Και σε αυτό το διάστημα θα έπρεπε πλέον να γνωρίζουμε τι αντιμετωπίζουμε. Φευ! Έχουμε πει ουκ ολίγες φορές ότι το να οραματίζεσαι, να αποθεώνεις και να είσαι ανήμπορος να πράξεις το αυτονόητο υποδηλώνει παθογένεια. Και τελικά αυτό το αυτονόητο είναι πολύ ενοχλητικό. Για κάποιους και άσκοπο. Κάπως έτσι φτάσαμε στην αναγγελία του δημοψηφίσματος, δηλαδή ένα ανυπόστατο και εκβιαστικό δίλημμα. Ρίχνουμε, με άλλα λόγια, το μπαλάκι στον λαό, απεμπλεκόμαστε με ηρωικό τρόπο από αυτήν την ιστορία και βγαίνουμε αψεγάδιαστοι. Κάποιος, βλέπετε, υπερεκτίμησε τις δυνατότητές του, απέτυχε οικτρά στις διαπραγματεύσεις, εξαΰλωσε εν μία νυκτί την προσπάθεια των τελευταίων ετών για αποκατάσταση της αξιοπρέπειας και της συνέπειας της χώρας, και, τέλος, μεταθέτει προκλητικά τις ευθύνες που του αναλογούν.


Και μεταθέτει ευθύνες σε ποιον; Σε έναν λαό που παθαίνει ό,τι του αξίζει. Μα πόσο αδαής πρέπει να είσαι για να διορθώσεις το λάθος με λάθος; Πόσο ανόητος πρέπει να είσαι για να πιστέψεις κάποιον που μοιράζει με το στόμα ανεδαφικές και έωλες υποσχέσεις; Με τι κριτήρια, εξάλλου, ο ελληνικός λαός έδωσε το χρίσμα στον Τσίπρα και τον συρφετό του; Στα τέλη Ιανουαρίου έγραφα: «Κάπως έτσι, λοιπόν, δικαιολογείται η άνοδος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ορισμένοι ψηφοφόροι στράφηκαν σε αντισυστημικά κόμματα, τα οποία ευαγγελίζονται ριζοσπαστικές λύσεις και προτείνουν ρηξικέλευθες ρυθμίσεις. Ωστόσο, το κλίμα έχει οριστεί κατά της Νέας Δημοκρατίας κι όχι υπέρ του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Καλό είναι ο Αλέξης ο Τσίπρας, αλλά και ο ελληνικός λαός, να το έχει αυτό υπόψη του». Δυστυχώς ο Έλληνας πολίτης δεν έχει καταλάβει ότι η πολιτική αντιπροσωπεύει την τέχνη του εφικού και την επιλογή του λιγότερο κακού.

Όσον αφορά για το ποια είναι η λύση το έχω αναφέρει αμέτρητες φορές. Οι Έλληνες ζούνε με το χθες. Ταλανίζονται, δηλαδή, ακόμα και τώρα, την ύστατη ώρα, από μια ενσυνείδητη πίστη ότι θα επέλθει παλινόρθωση σε ένα status quo κατά το οποίο έδεναν τα σκυλιά με λουκάνικα. Τι πρέπει -επιτέλους!- να κάνουμε; Να αρχίσουμε να λειτουργούμε ως άνθρωποι και όχι σαν άνθρωποι. Να σκεφτόμαστε το κοινό συμφέρον. Να απεγκλωβιστούμε από εγωιστικούς ατομικισμούς και κομματικά θερμοκήπια. Κι αυτό το μοτίβο θα πρέπει να υφίσταται από επιλογή κι όχι από ανάγκη. Η επίδραση, ειδάλλως, θα είναι λίαν σύντομη και ιδιαίτερα ασήμαντη. Αυτό συμβαίνει, λοιπόν, όταν δαιμονοποιούμε το είναι και θεοποιούμε το φαίνεσθαι. Ελπίζω, με βάση τις τελευταίες εξελίξεις, να καταλάβαμε ότι η χθεσινή θεοποίηση του φαίνεσθαι, διαμόρφωσε το σημερινό είναι.

Τέλος, αντί επιλόγου, οφείλω να δηλώσω -και είμαι απόλυτος σε αυτό- ότι δεν έχουμε πιάσει ακόμα πάτο. Υπάρχει ακόμα μεγάλη κατρακύλα και ελπίζω να μην τη βιώσει κανείς από εμάς. Το γεγονός ότι η προηγούμενη πρόταση προέρχεται από έναν φύσει αισιόδοξο άνθρωπο (θα) πρέπει να προβληματίσει τους ηρωικούς αναγνώστες μου. Όπως επίσης το ενδεχόμενο να ανταλλάσσουμε το iphone για ένα κιλό λάδι.

Υ.Γ.1. Η ίδια φωτογραφία που κοσμεί την παρούσα ανάρτηση είχε δημοσιευθεί και σε ένα άρθρο που είχα γράψει πριν τρία χρόνια. Ο τίτλος αυτού: Γκρεμός ή Ρέμα;

Υ.Γ.2 Πάμε δυνατά!

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Βρέχουν το βρακάκι τους

Πριν δύο χρόνια είχα γράψει ένα άρθρο για την μεταγραφική περίοδο που δεσπόζει κάθε καλοκαίρι. Είχα, μάλιστα, συγκρίνει τους δημοσιογράφους με τον Αίσωπο, με τους πρώτους να κερδίζουν κατά κράτος τη μάχη του μεγαλύτερου παραμυθά. Αφού ξεπεράσω το γεγονός ότι από τη συγγραφή εκείνου του άρθρου έχουν περάσει -πότε πέρασαν;- δύο χρόνια, ευθαρσώς δηλώνω ότι όσο η Ελλάδα βυθίζεται στην κρίση τόσο περισσότερα δημοσιεύματα με ψέμματα και υπερβολές θα βλέπουν τα ματάκια μας.


Το ποδόσφαιρο, φυσικά, δεν αποτελεί εξαίρεση. Και κάτι τέτοιο δεν είναι παράλογο. Αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι ο εθισμός του οπαδού γίνεται πεδίο εκμετάλλευσης από τους δημοσιογραφίσκους, εντούτοις, κι αυτό καλό είναι να μην το ξεχνάμε, η κρίση -δεν αναφέρομαι στην οικονομική συνιστώσα: η κρίση στην Ελλάδα είναι πρωτίστως αξιακή- δημιουργεί ψυχολογική φθορά και, κατ' επέκταση, την ανάγκη να δραπετεύσεις από την άψυχη ρουτίνα της καθημερινότητας και τα δυσεπίλυτα προβλήματα που αναδύονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Κάπως έτσι, απλά και όμορφα, αποφασίζει ένας Έλληνας δημοσιογράφος να (ανα)δημοσιεύσει ένα κείμενο αναφορικά με φημολογούμενο ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού για τον Ροναλντίνιο και υποβολή πρότασης 30 μυρίων προς τον Βραζιλιάνο. Ο δημοσιογράφος έκρινε σωστό ότι ο κόσμος έπρεπε να μάθει για τη συγκεκριμένη «είδηση». Δεκτό και θεμιτό. Το πρόβλημα, όμως, επικεντρώνεται στις αντιδράσεις των φίλων του Παναθηναϊκού -στη θέση του Παναθηναϊκού βάλτε όποια ομάδα θέλετε-, αρκετοί εκ των οποίων προσπαθούν ήδη να βρουν τη θέση του Βραζιλιάνου στην εντεκάδα της ομάδας.

Οι Έλληνες οπαδοί, βλέπετε, ενθουσιάζονται (παν)εύκολα. Ακούνε και διαβάζουν ανεδαφικά δημοσιεύματα για τον Ροναλντίνιο και βρέχουν το βρακάκι τους, λες και τους ζήτησε ραντεβού η Kate Upton (φώτο). Σαν τα μικρά παιδάκια που πάνε στο τσίρκο και βλέπουν για πρώτη φορά στη ζωή τους ταχυδακτυλουργούς και κλόουν. Κάποια στιγμή, όμως, μετά την τρίτη ή τέταρτη φορά, έστω την πέμπτη, το μικρό παιδάκι θα βαρεθεί να βλέπει ελέφαντες να στέκονται στα δύο πόδια και ακροβάτες να πηδάνε από το ένα σχοινί στο άλλο: μοιραίο είναι να πάψει να ενθουσιάζεται με το συγκεκριμένο θέαμα. Για τον Έλληνα οπαδό, όμως, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Κάθε μεταγραφική περίοδος είναι σαν την πρώτη φορά. Είναι μοναδική. Λες και τα προηγούμενα καλοκαίρια δεν προϋπήρχαν ψευδή μεταγραφικά σενάρια, ανυπόστατες υπερβολές και φύτευση φρούδων ελπίδων. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι ο Έλληνας είναι απαίδευτος. Κι ο οπαδός δεν αποτελεί εξαίρεση. Μακάρι με την υφιστάμενη κρίση να καταλάβουν όλοι ότι θα πρέπει να ξεριζώσουμε, από επιλογή κι όχι από ανάγκη, τους υπάρχοντες νοητικούς μηχανισμούς που διέπουν τις αντιδράσεις και την ψυχοσύνθεσή μας. Μέχρι να γίνει αυτό, θα βομβαρδιζόμαστε με «Ροναλντίνιους» σε παν επίπεδο (κοινωνικό, πολιτικό, αθλητικό κ.ά) και θα γουστάρουμε κιόλας.

Υ.Γ.1 Σε τι νόμισμα θα πληρωθεί ο κόσμος στην επόμενη μισθοδοσία; Δραχμές; Ευρώ; Λάδι; Καρπούζια; 

Υ.Γ.2 Βρισκόμουν ανάμεσα σε δυο επιλογές. Κυριάρχησαν και οι δυο!



Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Μύθοι και ψέμματα

Τον τελευταίο καιρό παρακολουθώ στενά τα τεκταινόμενα της Εθνικής Ελλάδας και πρέπει να ομολογήσω ότι έχω εντυπωσιαστεί από τις αντιδράσεις φιλάθλων και δημοσιογράφων. Οι πρώτοι είναι φανερό ότι δεν αγαπούν την Εθνική και έχουν πρωταρχικό σκοπό να ασκήσουν κακοπροαίρετη κριτική. Αυτό δεν πρέπει να προξενεί έκπληξη: λίγοι αγαπούν κάτι που θεωρείται κοινό για όλους. Οι περισσότεροι μπλέκουν τα της Εθνικής ομάδας με οπαδικά κριτήρια και σπεύδουν να υποβαθμίσουν τη συνέπεια που επεδείκνυε η ομάδα για μία δεκαετία, αντικαθιστώντας την επιτυχία με κωλοφαρδία. Αυτό, βέβαια, δεν τους εμπόδιζε να πανηγυρίζουν τις επιτυχίες της Εθνικής. 


Οι δεύτεροι, αυτό το κακόβουλο είδος που οικοδομεί την κοινή γνώμη και βασίζεται σε κατευθυνόμενες υπερβολές, κατάφεραν να επισημοποιήσουν και να επιβραβεύσουν τη χυδαία σκοπιμότητα που αρκετές φορές παρουσίαζε η ομάδα. Εξαιρώντας τον Ρεχάγκελ, τον οποίο είχαν κρεμάσει από τα κορδόνια, οι δημοσιογράφοι αποθέωναν την χρυσή μετριότητα της εποχής Σάντος, δεν άσκησαν ποτέ κριτική στα πεπραγμένα του Πορτογάλου και δημιούργησαν μια γενιά από παιδάκια που έγιναν σταρ πριν γίνουν ποδοσφαιριστές. Παράλληλα, ακούγονται κάθε είδους ανακρίβειες. Πάμε να εξετάσουμε κάποιες από αυτές:

  • Πώς γίνεται, υποστηρίζουν κάποιοι, να χάνουμε δύο φορές (!) από τα Νησιά Φερόε, τη στιγμή που η Εθνική, με τους ίδιους παίχτες, έφτασε στο τσακ από μία ιστορική πρόκριση στο Μουντιάλ; Η απάντηση είναι πολύ απλή: η Εθνική εκείνη είχε άλλο mentality και άλλους παίχτες. Ο Σάντος είχε συγκεκριμένες ποδοσφαιρικές ιδέες, ενώ ο Ρανιέρι ήρθε για να προσθέσει νέες πινελιές στον καμβά της Εθνικής. Και μια ματιά στις εντεκάδες των δύο ομάδων στο Μουντιάλ και στα προκριματικά του Euro, θα καταστήσει σαφές το μέγεθος το συγκεκριμένου μύθου. Για να ξαναδούμε πάλι προσωπικότητα στην Εθνική έπρεπε να επιστρέψει ο 36χρονος Κατσουράνης και για να ξαναδούμε πάθος έπρεπε να κληθεί ο 35χρονος Ταυλαρίδης.
  • Ο Καραγκούνης (φώτο) έφερε τον Μαρκαριάν με το σκεπτικό ότι παίζει καλά χωρίς την μπάλα, δηλαδή σε συνθήκες άμυνας, και ότι είναι γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας. Το ξέρω ότι ο Καραγκούνης έχει αγνές προθέσεις και αγαπάει περισσότερο απο όλους την Εθνική, αλλά ίσως η επιλογή του Μαρκαριάν να μην ήταν σωστή. Εξαρτάται τι θέλαμε να πετύχουμε με την πρόσληψη του Ουρουγουανού. Να προσλάβουμε έναν προπονητή με χαμηλό κασέ, να μπούμε σε μια σειρά και να ανανεωθούμε για τα προκριματικά του Μουντιάλ του 2018 ή να κυνηγήσουμε την πρόκριση στα προκριματικά του Euro; Αν κυνηγούσαμε την πρόκριση στο Euro, έναν εφικτό στόχο παρά τα ανεπιτυχή αποτελέσματα στην αρχή των προκριματικών, τότε ο προπονητής της Εθνικής θα έπρεπε να προσέχει όταν δήλωνε μετά την εκτός έδρας ήττα από τα Νησιά Φερόε ότι «όταν ανέλαβα την Εθνική ήταν όλα πολύ δύσκολα και η ομάδα ήταν σχεδόν αποκλεισμένη κι έπρεπε να κάνουμε κάποιο θαύμα, αλλά δεν τα καταφέραμε». Διότι, αγαπητέ Μαρκαριάν, η Εθνική δεν ήταν αποκλεισμένη: την τύχη στα χέρια της κρατούσε.
  • Ακούω αρκετούς να κατηγορούν τον Σαρρή ότι διέλυσε το κλίμα στα αποδυτήρια της Εθνικής, επέλεξε έναν αποτυχημένο Ιταλό μακαρονά και κατέστρεψε σε έξι μήνες ολόκληρο το οικοδόμημα της Εθνικής. Σε όλους αυτούς τους κατήγορους έχω να πω ότι τα αποδυτήρια γίνονται πολύ εύκολα ταναπού όταν ορισμένα παιδάκια νομίζουν ότι το ποδόσφαιρο είναι συνώνυμο των τατουάζ, της φράντζας και της ποζεριάς. Είδατε τι προξενεί η έλλειψη προσωπικοτήτων στα αποδυτήρια; Επίσης, δεν ξέρω αν έχει γίνει αντιληπτό, αλλά ο Ρανιέρι έφυγε. Η Εθνική γιατί δεν άνοιξε τα φτερά της; Τέλος, αν ο Σαρρής δεν ήταν φίλαθλος του Ολυμπιακού, θα είχε καταστρέψει την Εθνική σε έξι μήνες; Τι πιστεύουν οι οπαδοί των άλλων ομάδων;

Εν κατακλείδι, η Εθνική ομάδα έχει ήδη περάσει σε μεταβατική περίοδο. Αργά και σταθερά έχουμε πάρει την κατηφόρα στις ειδικές βαθμολογίες των UEFA και FIFA και ένας Ζλάταν ξέρει που θα σταματήσουμε. Οι μύθοι και τα ψέμματα απλά απαλύνουν τον πόνο και μασκαρεύουν την αλήθεια. Θα πρέπει να αγκαλιάσουμε την Εθνική με αποκρυσταλλωμένη άποψη και να αλλάξουμε μυαλά. Κι αυτό ισχύει για όλες τις συνιστώσες: φίλαθλοι, δημοσιογράφοι και Ε.Π.Ο. Όχι τίποτα άλλο, αλλά με τέτοιο έλλειμμα ποιότητας και προσωπικοτήτων που χαρακτηρίζει την Εθνική του σήμερα, προβλέπω ότι θα βιώσουμε πολύ δύσκολες εποχές.

Υ.Γ.1 Η Ρεάλ Μαδρίτης χρειάζεται τον Κριστιάνο Ρονάλντο ή ο Κριστιάνο Ρονάλντο χρειάζεται την Ρέαλ Μαδρίτης;

Υ.Γ.2 Η άποψή μου για τον Μαρινάκη είναι γνωστή. Ωστόσο, και ζητώ ταπεινά συγγνώμη για αυτό, δεν έχω καταλάβει που αποσκοπεί όλος αυτός ο ντόρος για τον Μαρινάκη και τον Ολυμπιακό. Για ποιο πράγμα ακριβώς κατηγορείται ο Ολυμπιακός κι ο Μαρινάκης; Ποιες είναι οι κατηγορίες; Ή, για να είμαι πιο ακριβής, τι στοιχεία υπάρχουν; Ποιες είναι οι αποδείξεις; Στα ματιά μου δεν υπάρχει τίποτα απολύτως: μόνο εφέ και ντεκόρ. Κι από ουσία μηδέν. Όσο για αυτούς που πανηγυρίζουν και ζουν με την ελπίδα ότι ο Ολυμπιακός βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, θα τους πρότεινα να πάνε  να παίξουν Football Manager.

Υ.Γ.3 Βρίσκομαι, λοιπόν, το καλοκαίρι του 2000 στην παραλία των Νέων Πλάγιων στη Χαλκιδική. Κάποια στιγμή περνάει ένας συμπαθέστατος μαυρούλης που πουλούσε cd. Του κάνει νόημα η μάνα μου να έρθει προς την ξαπλώστρα μας. Ο μαυρούλης έρχεται με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Τον ρωτάει η μάνα μου «από που είσαι;». «Από το Κιλκίς» απαντάει εκείνος. Με αφορμή την απάντησή του, η μάνα μου -άλλο που δεν ήθελε- του πιάνει κουβέντα. Κάποια στιγμή, καθώς γυρνάω να δω τον μαυρούλη, αφού μέχρι εκείνο το σημείο δεν είχα δώσει μεγάλη σημασία στο περιστατικό, βλέπω να κρατάει στο χέρι του το τότε τελευταίο album του/των DIO. Ξεπερνώντας την αρχική μου έκπληξη για το γεγονός ότι πουλούσε cd του DIO, και δίχως δεύτερη σκέψη, το αγοράζω. Πρώτη και τελευταία φορά που αγόρασα cd από μαυρούλη. Και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Το Magica αποτελεί ένα καταπληκτικό (concept) album. Μην το χάσετε!

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Αγνή ανωτερότητα

Η Μπαρτσελόνα διαθέτει ένα υπέρτατο χαρακτηριστικό: είναι αποτελεσματική ακόμα και τις βραδιές που δεν είναι σπουδαία. Ξέρετε πολλούς που θα διαφωνήσουν με αυτήν την άποψη; Προσωπικά γνωρίζω ορισμένους εμπαθείς που θα υπονομεύσουν την επιτυχία της Μπαρτσελόνα και θα σταθούν στο γεγονός ότι με τέτοια επιθετική τριπλέτα στο οπλοστάσιο της δεν πρέπει να προξενεί έκπληξη η μετατροπή της ομάδας σε μπουλντόζα. Αυτό ισχύει και αποτελεί ένα κομμάτι της ιστορίας, αλλά όχι όλη την ιστορία. Θα ήθελα να δω όλους αυτούς που υποστηρίζουν τέτοιες απόψεις να κάθονται στον πάγκο της Μπάρτσα: θα αναγκαζόντουσαν να φορέσουν τσίγκινο σωβρακάκι για να γλιτώσουν τη μανιώδη οργή του όχλου. Διότι για να συνεργαστούν αυτοί οι παίχτες μεταξύ τους χρειαζόταν και η συμβολή του προπονητή. Μπορεί στους καιρούς μας ο ρόλος του προπονητή να θεωρείται εν μέρει υπερτιμημένος, ξεπερασμένος αν προτιμάτε, και πράγματι σε κάποιες περιπτώσεις ισχύει, αλλά σε έναν οργανισμό όπου τα πάντα λειτουργούν βάσει σχεδίου κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να βρίσκει εφαρμογή.


Ο Λουίς Ενρίκε (φώτο), λοιπόν, μοίρασε ρόλους, έπεισε την επιθετική τριάδα να παίζουν για την ομάδα κι ότι ο ίδιος θα στηρίζεται πάνω τους, εξήγησε στον Νεϋμάρ και στον Σουάρες ότι ο Μέσι θα κρατάει την μπάλα λίγο παραπάνω στα πόδια του, και, τέλος, τοποθέτησε τον Αργεντινό στα δεξιά και του έδωσε έναν ελεύθερο ρόλο που του επέτρεπε να συγκλίνει προς τον άξονα και να κάνει τα δικά του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο αντίπαλος να πρέπει να προσαρμοστεί στην Μπαρτσελόνα και να κρατάει πολλούς παίχτες στην άμυνα για να αναχαιτίζει τις ξαφνικές επιθέσεις της Μπάρτσα. Μία ομάδα δεν το έκανε, η Μπάγερν του Γκουαρντιόλα, και το πλήρωσε με αποκλεισμό.

Τι άλλο θα μπορούσε να πράξει ο Αλέγκρι; Θεωρώ πως οι επιλογές του ήταν περιορισμένες. Θα έπρεπε οι παίχτες του να ξεπεράσουν εαυτόν. Και πράγματι η Γιουβέντους πραγματοποίησε υπέρβαση και κατέβαλε πολύ μεγάλη προσπάθεια. Δεν ήταν, όμως, αρκετή. Το γρήγορο γκολ της Μπάρτσα άλλαξε τα θέλω και τις προτεραιότητες της ιταλικής ομάδας, και σχεδόν διέλυσε κάθε σχέδιο αναμονής ή παιγνιδιού στην κόντρα. Αλλά είμαι βέβαιος ότι ο Αλέγκρι είχε προετοιμάσει τους παίχτες του για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αντιστάθηκε στην πίεση των Καταλανών, δεν δέχτηκε δεύτερο γκολ που θα έβαζε ταφόπλακα στις όποιες ελπίδες της, και προσπάθησε προϊόντος χρόνου να κυκλοφορήσει την μπάλα και να πάρει μέτρα στο γήπεδο. Απείλησε ορισμένες φορές την αντίπαλη εστία, πραγματοποίησε κάποια σουτ, εκμεταλλεύτηκε και το σχετικά χαλαρό ύφος της Μπάρτσελόνα, κατάφερε και ισοφάρισε με τον Μοράτα, αλλά το έκανε πολύ νωρίς. Οι παίχτες του Λουίς Ενρίκε, αν και βραχυκύκλωσαν μερικώς από το γκολ που δέχτηκαν, αντέδρασαν, πείσμωσαν, σαν να μην ήθελαν να πάει ο αγώνας στην παράταση.

Όπως, λοιπόν, γράφει ο Καρπετόπουλος, «όποιος θέλει να κερδίσει τη Μπαρτσελόνα πρέπει να παίξει επιθετικότερα από αυτή, να είναι πιο αποτελεσματικός, πιο επικίνδυνος στην περιοχή: αν κάποιος πιστεύει πως αρκούν τρία ντουμπλαρίσματα στο Μέσι, τρία σκληρά μαρκαρίσματα του Βιδάλ ατιμώρητα από το διαιτητή και κανά δυο αλλαγές στο σύστημα για να βγει πρωταθλητής Ευρώπης, πλανάται οικτρά. Επιθετικούς που βάζουν γκολ χρειάζεται όποιος θέλει να σταματήσει τη Μπάρτσα: όλα τα άλλα μετράνε λιγότερο». Σαν αυτό που λέω εδώ και χρόνια: ο μοναδικός τρόπος για να κερδίσει κάποιος την Μπάρτσα, δηλαδή μια ομάδα που παίζει ποδόσφαιρο, είναι να παίξει κι αυτός ποδόσφαιρο.

Υ.Γ.1 Ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος.

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Η όπισθεν και το περίεργο είδος ποδοσφαίρου

Την εποχή του Γκουαρντιόλα θαυμάσαμε μια ομάδα που εφάρμοζε ένα αρμονικό πρέσινγκ στον αντίπαλο, είχε την απόλυτη κατοχή μπάλας και επέλεγε συνειδητά να μην τρέχει με την μπάλα στα πόδια. Την εποχή του Λουίς Ενρίκε, αντίθετα, βλέπουμε μια ομάδα που δεν ορμάει με την ίδια συνέπεια σαν σκυλί του πολέμου να ανακτήσει την μπάλα, δεν φοβάται να δώσει κάποιες φορές ένα μικρό κομμάτι της κατοχής στον αντίπαλο και δεν έχει κανένα πρόβλημα να παίξει την κόντρα όταν κρίνει ότι οι συνθήκες είναι ιδανικές.


Όταν η Μπάρτσα, λοιπόν, απέκτησε τον Νεϋμάρ, είχα γράψει ότι δεν ξέρω αν η συνύπαρξή του με τον Μέσι θα είναι αρμονική. Εδώ κοτζάμ Κρόιφ τόλμησε να βγει στις κάμερες και να δηλώσει ότι με τον ερχομό του Βραζιλιάνου η ομάδα θα πρέπει να πουλήσει τον Μέσι! Εντούτοις, η πρόσφατη Ιστορία διαψεύδει πανηγυρικά τις Κασσάνδρες. Ναι, η ομάδα ξεκίνησε κάπως χλιαρά. Στην πορεία, ωστόσο, ανέβαζε συνεχώς στροφές. Ο Νεϋμάρ ωριμάζει συνεχώς, ο Σουάρεζ άρχισε να παίρνει παιχνίδια στα πόδια του κι ο Μέσι πρέπει να υποσχέθηκε στον εαυτόν του ότι ήρθε η ώρα να κλείσει στόματα. Παράλληλα, οι νέες μεταγραφές, Ράκιτιτς και Ματιέ, κούμπωσαν θαυμάσια με τα υπόλοιπα γρανάζια, ενώ ντεφορμέ παίχτες, όπως οι Ντάνι Άλβες και Πικέ, αναγεννήθηκαν. Εν ολίγοις, η Μπαρτσελόνα, μετά το άγευστο ξεκίνημα, από τον Δεκέμβρη και έπειτα, δείχνει για μία ακόμα φορά ότι συνιστά μια ομάδα χωρίς όπισθεν.

Η καινοτομία συνοψίζεται στην μετατόπιση του Μέσι στο δεξί άκρο. Και μπορεί σε φάση άμυνας ο Μέσι πράγματι να εντοπίζεται κοντά στον ασβέστη για να υπάρχει, ελέω Ντάνι Άλβες, μεγαλύτερη αμυντική ισορροπία, αλλά όταν η ομάδα επιτίθεται ο Αργεντινός παίρνει την μπάλα, συγκλίνει προς τον άξονα και χαρίζει στιγμές ποδοσφαιρικής μαγείας. Άξιοι συμπαραστάτες οι Σουάρεζ και Νεϋμάρ. Ο πρώτος αντιπροσωπεύει μια μπαλαδόφατσα με υψηλό work rate και πάθος, ενώ ο δεύτερος έναν τύπο που ανοίγει διαδρόμους, προκαλεί αναμπουμπούλες στους διώχτες του και δείχνει να εναρμονίζεται ολοένα και περισσότερο με το σύστημα της Μπάρτσα. Αυτή η επιθετική τριάδα πραγματοποιεί συγχρονισμένες κινήσεις, δεν τηρεί μια συγκεκριμένη διάταξη, υποστηρίζεται από τις κούρσες των ακραίων μπακ, την ποδοσφαιρική ευφυΐα του Ινιέστα και τη συνέπεια του Πικέ, και, το κυριότερο, φανερώνει ομαδικότητα σε υψηλό βαθμό. Είναι φανερό ότι, απέναντι σε τέτοιο σύνολο, ο εκάστοτε αντίπαλος αναγκάζεται να προσαρμοστεί στην ομάδα του Λουίς Ενρίκε.

Η ποδοσφαιρική λογική υποδεικνύει ότι κάτι ανάλογο θα πράξει και η Γιουβέντους. Είμαι βέβαιος ότι δεν το θέλει, καθώς η Γιουβέντους έχει συνηθίσει από το ιταλικό πρωτάθλημα να αναλαμβάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων, αλλά το ένστικτο αυτοσυντήρησης που αποκαλύπτεται σε στιγμές έντασης και πίεσης αναμένεται να κυριαρχήσει. Η ιταλική ομάδα, όμως, έχει ορισμένα πλεονεκτήματα: παίζει ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας εφαρμόζοντας ένα περίεργο είδος άμυνας. Αυτό σημαίνει ότι θέλει να έχει κατοχή, δηλαδή να κλέψει ποσοστά κατοχής από τους Καταλανούς, κάτι που για την Μπάρτσα είναι ανυπόφορο, και, επίσης, δεν θα πιέσει στο τερέν του αντιπάλου, δεν θα παίξει επιθετική άμυνα, δεν θα σκοτωθεί για να κερδίσει την μπάλα ή να αναγκάσει τον αντίπαλο να υποπέσει σε λάθος. Αντίθετα, θα κλείσει τους διαδρόμους, θα ποντάρει στα αντιαεροπορικά που δεσπόζουν στο κέντρο άμυνας και θα περιμένει υπομονετικά το λάθος του αντιπάλου για να πάρει κατοχή, καθώς πιστεύει ότι οι αλληλοκαλύψεις και οι σωστές τοποθετήσεις αποτελούν το μυστικό μιας καλής αμυντικής τακτικής, ακόμα κι αν έχεις να αντιμετωπίσεις έναν ανώτερο αντίπαλο, που θα σου δώσει την κατοχή χωρίς να σπαταλήσεις δυνάμεις. Μόλις αυτό συμβεί, δηλαδή μόλις αποκτήσει κατοχή, τα ηνία τα αναλαμβάνει ο Πίρλο (φώτο) -έστω κι αν αρκετές φορές η ιταλική ομάδα φαίνεται δέσμια του σπουδαίου αυτού παίχτη. Ο Πίρλο, επομένως, είναι αυτός που θα ψάξει την μπαλιά στην πλάτη της άμυνας, καθώς η άμυνα της Μπάρτσα δεν φημίζεται για το αμυντικό βάθος, και θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί τους κενούς χώρους που αφήνουν πίσω τους οι Ντάνι Άλβες και Άλμπα. Το passing game της Γιουβέντους εξαρτάται, λοιπόν, από τον Πίρλο, αλλά και οι εμπνεύσεις του τελευταίου απορρέουν από την κίνηση χωρίς την μπάλα του Μοράτα, ενός κινητικού επιθετικού, του Τέβεζ, ενός περιφερειακού επιθετικού που προτιμά να έχει την μπάλα στα πόδια του, και την μετατροπή των Βιδάλ και Μαρκίζιο σε κρυφά φορ. 

Τι, εν τέλει, θα συμβεί; Δεν έχω ιδέα! Σε τελικούς όλα είναι πιθανά κι όλα γίνονται. Ναι, σίγουρα, η Μπάρτσα είναι το φαβορί -και, μάλιστα, απολαμβάνει να είναι το φαβορί-, αλλά το περίεργο είδος ποδοσφαίρου που προωθούν οι παίχτες του Αλέγκρι ίσως αποδειχτεί καταλυτικό. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι κάποτε η Μίλαν του Αλέγκρι είχε υποχρεώσει σε ήττα την Μπαρτσελόνα, παίζοντας μια γνήσια ιταλική άμυνα. Ίσως κάτι αντίστοιχο γίνει και τώρα.

Υ.Γ.1 Από τον Αντώνη Καρπετόπουλο: «Το ότι έπειτα από τέτοια σεζόν με τη Νάπολι ο Μπενίτεθ αναλαμβάνει τη Ρεάλ Μαδρίτης δείχνει ότι αυτός που τον μανατζάρει κάνει θαύματα. Ή ότι στη Μαδρίτη πιστεύουν σε θαύματα».

Υ.Γ.2 Από τις ωραιότερες φωνές και εξαιρετικά συμπαθής. Όσο για το video, πολύ μπροστά.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...