Δεν ξέρω τι άποψη έχετε σχηματίσει για το (ποδοσφαιρικό) ποιόν του Κάνθαρου. Δεν ξέρω αν συμφωνείτε ή διαφωνείτε με αυτά που γράφω. Υπενθυμίζω ότι τα γραπτά μου αποτελούν προέκταση της σκέψης μου, την οποία αποτυπώνω στην οθόνη του υπολογιστή, πατώντας τα αρμόδια πλήκτρα στο πληκτρολόγιο. Αυτό με κάνει προπονητή πληκτρολογίου; Όλοι εκείνοι που γράφουν σε φόρουμ και αθλητικές σελίδες είναι προπονητές πληκτρολογίου; Μήπως πρέπει να εξετάσουμε τι σκέψεις έχει ο καθένας μέσα στο κεφάλι του; Από τι κίνητρα διακατέχεται; Το να μπαίνουν φίλοι του Π.Α.Ο.Κ. στο site του Σούπερ 3 και να υποδύονται Αρειανούς δεν νομίζω ότι συνιστά ορθολογική σκέψη ή υγιές κίνητρο. Το ίδιο ισχύει και για εκείνους που νομίζουν ότι έχουν το δικαίωμα να προκαλούν ή να βρίζουν μέσα από έναν υπολογιστή. Το ίδιο ισχύει και για όλους αυτούς που γκρινιάζουν συνεχώς και ακατάπαυστα. Τα παραδείγματα ουκ ολίγα. Θεωρώ ότι δεν ανήκω σε αυτά.
Μένω Αθήνα και δυστυχώς δεν μπορώ να παρακολουθώ την Αρειανάρα στο Χαριλάου. Όποτε ανεβαίνω Σαλονίκη πάω και βλέπω.
Αυτό με κάνει προπονητή κερκίδας; Υποθέτω ότι εξαρτάται σε ποια θύρα πηγαίνεις. Αν επισκέπτεσαι την τρία ή την ένα μάλλον δεν είσαι προπονητής κερκίδας. Αν πηγαίνεις στη δύο; Οι περισσότεροι νομίζουν ότι με το πατάς τα τσιμέντα της θύρας δύο, υπάρχει ένας υπάλληλος της Π.Α.Ε. που σου λέει να προτάξεις τον καρπό σου για να σου τυπώσει τη φράση ''προπονητής κερκίδας''.
Μήπως, όμως, παίζει ρόλο το τι λέει ο καθένας και κυρίως το χρονικό σημείο που το εκστομίζει;
Δυστυχώς, οι περισσότεροι κράζουν για να κράξουν. Βρίζουν για να βρίσουν. Φωνάζουν για να φωνάξουν. Θυμάμαι τα εντός έδρας ματς με Γιαγκελόνια και Αούστρια Βιέννης. Παρά τη ζέστη είχα αφοσιωθεί στους αγώνες και πρόσεχα ιδιαίτερα την εξέλιξή τους. Έβλεπα το Χαβίτο στο ένας εναντίον ενός και δεν τα κατάφερνε. Πανικός στη θύρα δύο. Κουνελοδόντης τσίριζε ο ένας, χαζογκόλης ούρλιαζε ο άλλος.
Ο Κάνθαρος μούγκα. Τι να πει για τον Χαβίτο; Το τι παίχτης είναι το ξέραμε και το ξέρουμε. Δεν το μάθαμε σε εκείνα τα ματς. Και φτάνουμε στην αποθέωση. Εκείνοι οι αγώνες ήταν εκ των πρώτων που έβλεπα τον Τόχα και τον Μίτσελ. Έχει την μπάλα ο Γκιάρο. Βγάζει κάθετη μπαλιά προς τον Τόχα. Εκείνος την στοπάρει, την ξαναστοπάρει, κάνει μια περιστροφή, κάνει δεύτερη περιστροφή και δίνει παράλληλη πασούλα πέντε μέτρων στο Ναφτί. Μονολογώ σιωπηλά:
«What the fuck?». Γυρίζω στην παρέα και λέω τι είναι αυτός ρε; Με κοιτούσαν απορημένοι. Κουνάω το κεφάλι μου για να δω αν φρίκαρε κάποιος άλλος με την ενέργεια του Τόχα. Ουδείς. Μηδέν εις το πηλίκιον που λέει κι ο Τζέφρυ. Για τα πρακτικά αναφέρω ότι ο Κολομβιανός εξακολουθεί να κάνει ακριβώς την ίδια κίνηση και δεν έχει διορθώσει τίποτα στο παιχνίδι του. Δώσε την πάσα με τη μία αγόρι μου.
Σε κάποια άλλη στιγμή, την τιμητική του είχε ο Μίτσελ και μάλιστα σε δυο κολλητές περιπτώσεις. Στην πρώτη φάση το τόπι παίρνει ύψος, ο Βραζιλιάνος αδυνατεί να κάνει σωστό κοντρόλ, η μπάλα πάει σε αντίπαλο, αλλά ως διά μαγείας εκεί βρισκόταν ο Λαζαρίδης. Εν τέλει, ο Λαζαρίδης μόνο από μαγεία δεν βρισκόταν εκεί. Ο Κούπερ είχε δώσει ξεκάθαρες εντολές, διότι είχε αντιληφθεί την ανεπάρκεια του Μίτσελ. Εκείνη την στιγμή σκέφτηκα ότι νταξ του έφυγε το κοντρόλ -συμβαίνει και στους καλύτερους παίχτες. Ωστόσο, οι συνοπαδοί μου έσπευσαν να τον κρεμάσουν για το λάθος κοντρόλ. Στην αμέσως επόμενη φάση χάνουμε την μπάλα στη μεσαία γραμμή και βγαίνουν στην κόντρα οι αντίπαλοι από την αριστερή μας πλευρά. Έψαχνα να βρω το αριστερό μπακ. Εν τέλει, εμφανίστηκε σαν άλλος Phantom Duck. Βλέπω, λοιπόν, τον Μίτσελ να τρέχει πίσω από τον αντίπαλο λες και κυνηγάει λουκάνικα. Ξαφνικά ο αντίπαλος φρενάρει, όμως, ο Μίτσελ συνέχιζε να τρέχει λόγω αδράνειας. Έλεγα από μέσα μου φάτον ρε. Τίποτα ο Μίτσελ. Βρε φάτον. Τίποτα ο Μίτσελ. Κοιτούσε τον αντίπαλο λες και ήταν Καρυάτιδα. Ο αντίπαλος έβγαλε μια σέντρα που παραλίγο να καταλήξει γκολ. Γυρνάω στην παρέα και τους λέω τι είναι αυτός ρε; Κουνάω το κεφάλι μου για να κόψω αντιδράσεις από τους συνοπαδούς μου, αλλά τζίφος. Νηνεμία.
Για τα πρακτικά αναφέρω ότι ο Μίτσελ παραμένει κίνδυνος θάνατος. Για την ομάδα μας βεβαίως. Τουλάχιστον, δεν είναι το χειρότερο αριστερό μπακ του πρωταθλήματος: υπάρχει κι ο Σπυρόπουλος.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, καταλήγω για πολλοστή φορά στο συμπέρασμα ότι το ποδόσφαιρο ή το ξέρεις ή δεν το ξέρεις. Προσοχή: αναφέρομαι για ποδόσφαιρο, όχι μπάλα. Ήρθε η ώρα να διαχωρίσουμε αυτές τις δυο λέξεις. Όταν λέμε τη φράση ''ξέρω μπάλα'' εννοούμε ικανότητα με το τόπι στα πόδια, ήτοι τεχνική, κοντρόλ, ντρίμπλα, πάσα και λοιπά. Ο όρος ''ποδόσφαιρο'' περιέχει την έννοια της τακτικής παιδείας, συνέπειας και συμπεριφοράς. Ουσιαστικά σημαίνει δράση χωρίς κατοχή μπάλας, σημαίνει ορθή ποδοσφαιρική λογική π.χ. ανάπτυξη, μαρκάρισμα, αλληλοκάλυψη κ.ά.
Τα μόνα στοιχεία που δεν εμπεριέχονται στις έννοιες ''μπάλα'' και ''ποδόσφαιρο'' είναι τα πνευματικά και σωματικά στοιχεία. Ακόμα κι εδώ, όμως, μπορείς να προβείς σε κάποιες αόριστες διαπιστώσεις. Για παράδειγμα, αυτός που ξέρει μπάλα είναι συνήθως soft, ντελικάτος, τεμπελόσκυλο, ποζεράς και απείθαρχος. Αυτός που ξέρει ποδόσφαιρο είναι δυναμικός, εργάτης, μαχητής, αφοσιωμένος και ουσιαστικός. Για να το καταλάβουμε καλύτερα θα φέρω κάποια παραδείγματα από το ελληνικό πρωτάθλημα. Κλασικό παράδειγμα τύπου που ξέρει μπάλα, αλλά όχι ποδόσφαιρο είναι ο Λέτο και ο Σκόκο. Το γνωρίζουν το τόπι, αλλά ουδεμία τακτική κυβερνά το παιχνίδι τους. Κλασικό παράδειγμα παίχτη που γνωρίζει ποδόσφαιρο, αλλά όχι μπάλα είναι ο Νεμπεγλέρας και ο Βιτόλο. Αστείρευτες δυνάμεις, αφοσίωση και τακτική συνέπεια.
Από τα συμφραζόμενα, προκύπτει ότι συνήθως οι επιθετικογενείς παίχτες γνωρίζουν μπάλα και οι αμυντικογενείς παίχτες ποδόσφαιρο. Είναι απολύτως αναμενόμενο και λογικό. Σκεφτείτε τα σέντερ μπακ μιας ομάδας να μην μπορούσαν να παίξουν το τεχνητό οφσάιντ ή να μην μπορούν να καθοδηγήσουν την άμυνα και τους επιθετικούς να μην μπορούσαν να βάλουν φάλτσο στη μπάλα ή να κάνουν ένα στοιχειώδες κοντρόλ. Επιπλέον, αυτός που δεν είναι τεχνίτης, προκειμένου να καλύψει τις τεχνικές αδυναμίες του, πρέπει να δουλέψει πάνω στην τακτική.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι όλοι οι επιθετικογενείς παίχτες είναι τεχνίτες ή όλοι οι αμυντικογενείς είναι γνώστες της τακτικής. Όχι βέβαια. Κλασικό παράδειγμα ο Μπλάνκο που δεν ξέρει μπάλα, αλλά γνωρίζει αρκετά καλά πως να κινείται χωρίς αυτή και να τη στέλνει στα δίχτυα και ο Μπαρτολίνι που, αν και κεντρικός αμυντικός, είναι άτακτος και άναρχος. Φυσικά, υπάρχουν και αυτοί που δεν ξέρουν ούτε μπάλα ούτε ποδόσφαιρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Κουλουχέρης, ο Παπάζογλου, ο Γκέντζογλου, ο Τζόρβας, ο Ρουμπάκης και ο Κορδονούρης.
Η διαφορά των δυο τελευταίων με τους τέσσερις πρώτους είναι στα πνευματικά και σωματικά στοιχεία που ανεφέραμε παραπάνω. Ο Ρουμπάκης με τον Κορδονούρη κυριολεκτικά ματώνουν στο γήπεδο. Και παμε στον ακόλουθο συνδυασμό: γνώση μπάλας και ποδοσφαίρου. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει ο Ιμπαγάσα, ο Εστογιανόφ, ο Μπομπαντίγια, ο Βιερίνια κι ο Λυμπερόπουλος. Προφανώς και υπάρχουν ποδοσφαιριστές που είναι εξαιρετικά δύσκολο να τους κατατάξεις σε κάποια κατηγορία.
Όπως γίνεται αντιληπτό το να μάθεις ποδόσφαιρο δεν είναι τόση εύκολη υπόθεση. Δεν υπάρχει κάποιο Πανεπιστήμιο ποδοσφαίρου. Αν θες να μάθεις τόπι θα πας σε κάποια ομάδα για να σε προπονήσουν. Όσο άσχετος και να είσαι κάτι θα μάθεις. Θα υπάρξει βελτίωση, έστω και μερική.
Για να μάθεις ποδόσφαιρο τι κάνεις; Πού πας; Στην καλύτερη των περιπτώσεων να συναντήσεις τον μέγιστο θεωρητικό του ποδοσφαίρου Νίκο Νιόμπλια για να σου αναλύσει τις ένδοξες στιγμές που έζησε στον πάγκο του Παναθηναϊκού. Εντούτοις, θα πρέπει να μην υποτιμούμε κάποια πράγματα. Δεν είναι τυχαίο ότι για να βγουν οι αυτοματισμοί σε μια ομάδα θέλει αμέτρητες ώρες προπόνησης. Δεν είναι τυχαίο ότι για να μάθεις να εφαρμόζεις αμυντικά και επιθετικά συστήματα θέλει τεράστια προσήλωση και συνέπεια.
Είμαι σίγουρος ότι θα έχει τύχει να ακούσετε προπονητές να μιλάνε για νοητική κούραση. Το έλεγε ο Κούπερ στο παρελθόν. Το λέει κι ο Τσιώλης στο παρόν. Ουσιαστικά εννοούν της αφομοίωση της τακτικής. Μπορεί να σας φαίνεται ήσσονος σημασίας και κάπως υπερβολικό, αλλά σας εγγυώμαι ότι έχει τεράστια και υπέρτατη δόση αλήθειας.
Ακριβώς ότι ισχύει για τους παίχτες ισχύει και για εμάς. Πόσοι από εμάς γνωρίζουν ποδόσφαιρο; Ελάχιστοι. Αυτό φαίνεται από την κριτική που ασκούμε, την οποία συνήθως την εφαρμόζουμε αποκλειστικά σε πράγματα που αφορούν την τεχνική επάρκεια ή ανεπάρκεια. Την εφαρμόζουμε σε πράγματα που φαίνονται και κάνουν μπαμ. Για παράδειγμα όταν χάνουμε ευκαιρία, όταν τρώμε ντρίμπλα, όταν το τέρμα πνίγει γκολ, όταν κάνουμε κακό κοντρόλ, όταν δίνουμε άσχημη πάσα. Με λίγα λόγια κρίνουμε, χρησιμοποιώντας ως ορόσημο την στρογγυλή κατασκευή που ονομάζεται μπάλα. Πιανόμαστε από τεχνικά στοιχεία για να κρίνουμε το ποδόσφαιρο που παίζει μια ομάδα, δηλαδή την τακτική που ακολουθεί. Τραγικό λάθος. Όταν ο Κάνθαρος κράζει τον Τζόρβα δεν το κάνει μόνο, επειδή δεν ξέρει να κάνει κοντρόλ, αποκρούει την μπάλα με τα πόδια σε σουτ τριάντα μέτρων και αποκρούει τα σουτ σε κόρνερ που βγαίνουν από μόνα τους άουτ. Αυτό ισχύει ως απόρροια των παρακάτω. Το να μην έχει ιδέα των τετραγωνικών, της εστίας και της περιοχής είναι το λιγότερο. Το περισσότερο είναι ότι αδυνατεί να καθοδηγήσει τους αμυντικούς του. Δεν ξέρει που να δώσει την μπάλα μετά από ελεύθερο. Αγνοεί που να σταθεί όταν γίνεται κόρνερ ή σέντρα. Δεν ξέρει τι να κάνει την μπάλα όταν δέχεται πάσα. Το να μην ξέρεις μπάλα συνιστά πρόβλημα. Το να μην γνωρίζεις ποδόσφαιρο συνιστά άλυτο πρόβλημα. Ως εκ τούτου, δεν κατέχεις τη θέση. Κι αυτός ο άνθρωπος αγωνιζόταν ως βασικός στον Παναθηναϊκό και έχει χριστεί διεθνής. Θεέ και Κύριε.
Δεν μπορώ να ακούω ακροατές ή τηλεθεατές να παίρνουν τηλέφωνο σε μια εκπομπή και να ξεκινάνε την ομιλία τους λέγοντας:
«Έχω παίξει μπάλα». Και τι σημαίνει αυτό, ρε μάγκα; Ότι ξέρεις και ποδόσφαιρο; Όχι, βέβαια.
Δεν χρειάζεται απαραίτητα να έχεις παίξει μπάλα για να γνωρίζεις ποδόσφαιρο. Όπως έχει δηλώσει ο Αρίγκο Σάκι: «Δεν ήξερα πως πρέπει να έχεις προϋπάρξει άλογο για να γίνεις τζόκεϊ». Το ''έχω παίξει μπάλα'' σημαίνει ότι αντιλαμβάνομαι πως λειτουργεί μια ομάδα ως σύστημα. Καταννοώ τις διαστάσεις και τα τετραγωνικά του γηπέδου. Διακρίνω το ρόλο του προπονητή. Ξεχωρίζω τη βοήθεια των συμπαιχτών μου. Καταλαβαίνω τι σημαίνει φυσική κατάσταση, τραυματισμοί, ψυχολογία, προετοιμασία, ιεραρχία ή αρχηγία. Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι γνωρίζω και ποδόσφαιρο.
Για αυτό ερμηνεύουμε έναν αγώνα με βάση το αποτέλεσμα κι όχι την εμφάνιση. Διότι, δεν ξέρουμε πως να αποκρυπτογραφήσουμε την τακτική. Επομένως, ποια είναι η εύκολη λύση; Αφού κέρδισε, μάλλον, έπαιξε καλύτερα. Το ίδιο γίνεται και στις κριτικές των παιχτών. Βλέπουμε π.χ.
τον Καστίγιο να ''παίζει πολύ'' κι ως εκ τούτου θεωρούμε ότι ''παίζει καλά''. Το γεγονός ότι ο Καπετάνος ή ο Φατί μπορεί να έχουν κόψει και να έχουν τρέξει όλο το γήπεδο δεν το λογαριάζουμε ιδιαίτερα.
Σε αυτό το σημείο κρίνω σκόπιμο να κάνω μια διευκρίνιση. Θα έχετε ακούσει τη λέξη M.V.P. (Most Valuable Player), ελληνιστί πολυτιμότερος παίχτης. Θα πρέπει να ξέρουμε ότι πολυτιμότερος παίχτης δεν σημαίνει καλύτερος (Man of the Match). Ο πολυτιμότερος είναι εκείνος που με μία ενέργειά του (π.χ. πάσα, σουτ, τάκλιν, απόκρουση) αλλάζει τη ροή του αγώνα. Ο καλύτερος είναι εκείνος που έχει καλή απόδοση, συνέπεια και διάρκεια σε όλο το 90λεπτο. Όταν το σκορ είναι 0-0 και π.χ. ο επιθετικός -που μέχρι εκείνο το σημείο είχε πιει το φίλτρο της εξαφάνισης- βάζει το νικητήριο γκολ, τότε χαρακτηρίζεται ως πολυτιμότερος. Όταν π.χ. το αμυντικό χαφ της ομάδας έχει υψώσει έναν τοίχο στη μεσαία γραμμή, έχει κόψει από βούτυρο μέχρι ατσάλι και έχει παίξει κάθετο ποδόσφαιρο, τότε είναι ο καλύτερος, αλλά όχι απαραίτητα και ο πολυτιμότερος. Θυμηθείτε τον επιθετικό με το νικητήριο γκολ.
Σας προτείνω ένα μικρό πείραμα. Πάρτε μια εφημερίδα μετά από το τέλος μιας αγωνιστικής, διαβάστε τις κριτικές των παιχτών και κάντε σύγκριση με αυτά που είδατε εσείς. Θα τραβάτε τις κωλότριχές σας.
Κάντε κι ένα άλλο πείραμα. Πάρτε τέσσερις εφημερίδες, διαβάστε τις κριτικές των παιχτών και κάντε σύγκριση. Σας διαβεβαιώνω ότι όχι μόνο θα τραβάτε τις κωλότριχές σας, αλλά θα τις βγάλετε κιόλας.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους δημοσιογράφους. Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν ποδόσφαιρο.
Ελάχιστοι είναι αυτοί που γνωρίζουν και μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν την τακτική μιας ομάδας. Και για να έχουμε καλό ερώτημα ποια είναι τα κίνητρα των δημοσιογράφων; Να γράψουν την αλήθεια; Σαφώς όχι και είμαι απόλυτος σε αυτό. Να γράψουν υπερβολές και ψεύδη για να κερδίσουν παραπάνω φύλλα και κλικς; Να γράφουν -επί πληρωμή- αυτά που θέλουν κάποιοι ανυπόστατοι και ανήθικοι άνθρωποι; Να γίνονται προκλητικοί και εριστικοί; Να αποπροσανατολίσουν το κοινό από την πραγματικότητα. Να κάνουν κακό στην ομάδα; Μάλλον ναι, έστω κι άθελά τους. Μήπως να είναι προσεκτικοί σε αυτά που γράφουν για να μην σκάσει καμιά μήνυση στο γραφείο τους; Να ρωτήσουμε τον κύριο Κόκκαλη και τον κύριο Μαρινάκη. Σίγουρα γνωρίζουν περισσότερα από μένα στο συγκεκριμένο θέμα.
Πάντως, το πως δουλεύουν οι δημοσιογράφοι αποτελεί αίνιγμα για δυνατούς λύτες. Νομίζω ότι το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι
να αποτυπώνουν την αλήθεια, να είναι ειλικρινείς και να προβλέπουν γεγονότα. Με αυτόν τον τρόπο θα κερδίσουν αξιοπιστία, σεβασμό, φύλλα και κλικς. Έχουν, όμως, και κάποια ελάχιστα ελαφρυντικά. Αρκετοί από αυτούς γράφουν κάθε μέρα και μάλιστα κάποιοι γράφουν σε παραπάνω από ένα μέσο.
Αν έρθει κάποιος και μου πει θα γράφεις ένα άρθρο κάθε μέρα θα αντιμετώπιζα σοβαρότατο πρόβλημα. Θα έξυνα το κεφάλι μου και θα απορούσα πως θα κατάφερνα να γράφω ποιοτικά άρθρα κάθε μέρα. Το να γράψω και χαζομάρες θα ήταν αναπόφευκτο.
Αν ερχόταν κάποιος και μου έλεγε ότι ξεκινάς συστηματικό γράψιμο σε δυο εφημερίδες και ένα site θα φρίκαρα. Ειλικρινά δεν θα ήξερα τι να γράψω. Το ότι θα έγραφα υπερβολές, αστοχίες και βλακείες θα ήταν βέβαιο με μαθηματική ακρίβεια. Τότε γιατί εξακολουθούν να φέρονται καθ' αυτόν τον τρόπο;
Διότι, πληρώνονται. Πάνω και κάτω από το τραπέζι. Άρα δεν νοιάζονται για την αλήθεια και το ποδόσφαιρο. Κοιτάνε την τσέπη τους. Επ' ουδενί δεν τους κατηγορώ για αυτό, αλλά τουλάχιστον ας κάνουν καλά τη δουλειά τους.
Φεύγουμε από τους δημοσιογράφους για να εξετάσουμε περαιτέρω την άγνοια μας. Τι άλλο δεν ξέρουμε; Το τι γίνεται και επικρατεί στις προπονήσεις. Οφείλω να επισημάνω ότι ο περισσότερος κόσμος, θεωρεί τις προπονήσεις συμπληρωματικές του αγώνα της Κυριακής. Λάθος. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Οι προπονήσεις αποτελούν τα θεμέλια του επίσημου αγώνα και συνιστούν αναπόσπαστο κομμάτι αυτού. Ο κάθε προπονητής, λοιπόν, προκειμένου να κρατήσει ισορροπίες, πρέπει να είναι δίκαιος και αποφασιστικός. Όταν βλέπει π.χ. ότι ο Χαβίτο σκίζεται στις προπονήσεις δεν γίνεται να μην τον ξεκινήσει. Ειδάλλως, καταστρέφει τον παίχτη, μεταλλάσσει προς το χειρότερο την πειθαρχία και αλλοιώνει τις ισορροπίες. Εμείς, όμως, βλέπαμε τον Χαβίτο και κράζαμε. Όπως ξέρετε, ο Κάνθαρος φωνάζει συχνά για την ποιότητα του Τόχα και του Μίτσελ. Δεν ξέρω το τι δείχνουν στις προπονήσεις κι ως εκ τούτου ενδέχεται οι διαμαρτυρίες μου να είναι αβάσιμες και υπερβολικές. Όμως, όταν βλέπω ότι στο γήπεδο είναι ανεπαρκείς, οφείλω να σκεφτώ όχι την δικιά τους παρουσία στις προπονήσεις, αλλά των συμπαιχτών τους που αγωνίζονται στην ίδια θέση. Οφείλω να σκεφτώ τον ανταγωνισμό. Ελπίζω να με πιάνετε. Και πάμε σε ένα παράδειγμα. Ο Φερέιρα ξεκίνησε στο εντός έδρας ματς με την Οντένσε τον Κλέιτον ως επιθετικό και άκουσε τα εξαμάξης. Γιατί δεν ξεκίνησε βασικός ο Τοτσέ ή ο Πετρόπουλος; Γιατί άλλαξε το σύστημα; Γιατί έκανε εκείνο; Γιατί έκανε το άλλο; Εκ των υστέρων φυσικά. Πάντα η κριτική γίνεται εκ των υστέρων για να υπάρχει η ασφάλεια της επιβεβαίωσης. Στην περίπτωση, κατά την οποία ο Κλέιτον κι ο κάθε Κλέιτον μαγέψει, γίνεται εν μία νυκτί παιχταράς μέχρι να (ξανα)γίνει παιχτάκι. Ο προπονητής παραμένει μυρουδιάς και άμπαλος. Προφανώς, ο Φερέιρα ξεκίνησε τον Κλέιτον, διότι κάτι διέκρινε. Το ίδιο ισχύει και για τον Τσιώλη, όταν τοποθετούσε τον Φατί ως σέντερ φορ ή τον Βαλβέρδε όταν προτιμά τον Μαρκάνο από τον Αβραάμ. Επομένως, το τι γίνεται στις προπονήσεις είναι άγνωστο για εμάς. Το τι έχει στο μυαλό του ο κάθε προπονητής είναι άγνωστο για εμάς. Όχι μόνο επειδή δεν είμαστε παρόντες, αλλά κυρίως διότι οι ρεπόρτερ της εκάστοτε ομάδας διενεργούν επιλεκτικά ρεπορτάζ και βγάζουν προς τα έξω άσχετα ή πιασάρικα νέα, αλλά όχι την ουσία. Για παράδειγμα, έπαθε θλάση ο Βιερίνια ή μίλησε ο Χιμένεθ στους παίχτες. Ήρθε το νέο απόκτημα και έβγαλε μάτια ή ο υπό δοκιμήν παίχτης (δεν) ικανοποίησε. Τετριμμένα πράγματα. Τον τελευταίο καιρό αρχίζω και αμφιβάλλω έντονα για την αναγκαιότητά των ρεπορτάζ. Κυρίως, αρχίζω να πιστεύω ότι πέφτει πολύ copy paste. Άθλιο και ανήθικο. Πάντως, αν υπάρχει κάποιο πραγματικά σοβαρό πρόβλημα να είστε σίγουροι ότι δεν υπάρχει περίπτωση να βγει προς τα έξω. Όταν θέλουν τα μυστικά μένουν επτασφράγιστα. Κάντε πάλι ένα πείραμα. Πάρτε τέσσερις εφημερίδες και διαβάστε τα ρεπορτάζ της ομάδας σας. Είμαι σίγουρος ότι θα διακρίνετε αρκετές ανομοιότητες. Το ερώτημα είναι γιατί; Δεν θα έπρεπε ο ρεπόρτερ της κάθε εφημερίδας να αποτυπώνει τα γεγονότα, όπως ακριβώς έχουν γίνει; Βέβαια, θα πρέπει να έχουμε υπόψη και τα κονέ του κάθε δημοσιογράφου. Είναι γνωστό ότι ο Τζόρτζεβιτς του Ολυμπιακού είχε ανοιχτή επικοινωνία με τον Νικολακόπουλο και του έδινε την εντεκάδα πριν την μάθει ο ίδιος ο προπονητής της ομάδας. Είναι γνωστό ότι ο Γκούμας ήταν το ποντικάκι που έβγαζε τα τεκταινόμενα των αποδυτηρίων στη φόρα. Είναι γνωστό ότι ο Κόκε είχε καλές σχέσεις με τον Σούπερ 3. Όπως, επίσης, είναι γνωστά τα τηλέφωνα που πέφτουν από παράγοντες ή μάνατζερ στις εφημερίδες, προκειμένου να διαφημιστεί ένα όνομα που θα γλυκάνει τους οπαδούς ή θα φέρει μεγαλύτερη προσφορά στον παίχτη.
Επιπρόσθετα, δεν έχουμε ιδέα τι όρους και ρήτρες έχουν τα συμβόλαια των παιχτών. Αν κρεμόμαστε από τα χείλη των δημοσιογράφων σωθήκαμε. Είναι πολύ πιθανό κάποιος να μην αγωνίζεται, λόγω μιας ειδικής ρήτρας που λέει ότι μόλις ο παίχτης συμπληρώσει είκοσι παιχνίδια πρωταθλήματος, η ομάδα θα πρέπει να του καταβάλλει το ποσό των 200.000 γιούρο. Έστω ότι βρισκόμαστε λίγο πριν το τέλος του πρωταθλήματος με τον παίχτη να έχει συμπληρώσει δεκαοχτώ ματς. Να είστε σίγουροι ότι η ομάδα δεν θα τον χρησιμοποιήσει. Ο κόσμος μπορεί να φωνάζει για τη μη χρησιμοποίησή του, αλλά δεν θα γνωρίζει το λόγο. Παρόμοιες περιπτώσεις υπάρχουν αρκετές με αποκορύφωμα τα περίφημα μπόνους που ανάθεμα αν ξέρει έστω κι ένας τι περιλαμβάνουν και φυσικά την εφορία που σχεδόν κανείς δεν λογαριάζει παρά μόνο οι ιθύνοντες της εκάστοτε ομάδας. Το κοινό, όμως, αδιαφορεί για αυτά τα πράγματα.
Το εντυπωσιακό είναι το πόσο εύκολα φωνάζει ο κόσμος για συμβόλαια και λεφτά. Ατάκες του στυλ:
«Βγάλτε τα καβούρια και δώστε στον παίχτη 300.000 χιλιάρικα παραπάνω για να υπογράψει», είναι όλα τα λεφτά. Κυριολεκτικά όλα τα λεφτά. Φυσικά, ο μάγκας που φωνάζει δεν έχει κάτσει ποτέ να μετρήσει 300.000 χιλιάρικα -θα μετράει μέχρι να κόψει αντίπαλο ο Σπυρόπουλος.
Όπως έχει γράψει ο Μάνος Αντώναρος: «Άνθρωποι που ζήτημα είναι αν έχουν 1000 ευρώ στην τράπεζα, έχουν ολοκληρωμένη άποψη για το πώς πρέπει να διοικείται μια εταιρεία (Π.Α.Ε.) που έχει Δ.Σ., κεφάλαια, περιουσία, μετοχές». Και συμπληρώνει ο Κάνθαρος: είναι δυνατόν όλοι αυτοί που δεν μπορούν να κάνουν κουμάντο στο σπίτι τους, να υποδεικνύουν την μεταγραφική και οικονομική πολιτική που πρέπει να εφαρμόσει μια Π.Α.Ε.; Δυστυχώς, μας έχει προσβάλλει (και) η μεγαλομανία. Νομίζουμε ότι η ομάδα που υποστηρίζουμε μας ανήκει. Σας έχω νέα. Δεν μας ανήκει.
Όπως οι Έλληνες πολίτες που συζητούν για τα πολιτικά δρώμενα της χώρας και κάθε φορά κράζουν τους πάντες και τα πάντα. Τεχνηέντως, όμως, αμελούν να αναφέρουν ότι τους πάντες τους ψηφίζουν οι ίδιοι και τα πάντα τα προκαλούν αυτοί που εκλέχτηκαν από τους ίδιους.
Και φυσικά προτείνονται ''έτοιμες'' και ''σίγουρες'' λύσεις για όλα τα προβλήματα, έστω κι αν η διάθεση για αυτοκριτική και αμφιβολία χαρακτηρίζεται ως μηδενική. Το ίδιο ακριβώς ισχύει για την οπαδική αυτοκριτική και αμφιβολία. Τι θέλω να πω; Οι φταίχτες δεν είμαστε ποτέ εμείς και η άποψη μας είναι πάντα σωστή. Και είμαστε βέβαιοι σε αυτό, όπως ήταν κι ο Τζέφρυ για τα ''λεφτά υπάρχουν''.
Επομένως, οι Αρειανοί που φωνάζουν για
την πρόσληψη του Γιάκομπ ας έχουν στο μυαλό τους ότι αυτό μπορούσαμε να φέρουμε κι αυτό φέραμε. Εσείς αν είχατε δέκα δραχμές στην τσέπη ή αποφασίζατε ότι θα ξοδέψτε μέχρι δέκα δραχμές για μια συγκεκριμένη αγορά θα πηγαίνατε να αγοράσετε κάποιο προιόν που κοστίζει 15 ή 20 φράγκα, χωρίς μάλιστα να γνωρίζετε αν το προϊόν αυτό θα σας ικανοποιήσει; Δεν νομίζω.
Πάντως, ας θυμόμαστε ότι το οικονομικό στάτους των ομάδων είναι επτασφράγιστο μυστικό. Επομένως, ας είμαστε λίγο φειδωλοί στις εκφράσεις μας. Επί παραδείγματι, αν ο Άρης υπερέβη το αρχικό μπάτζετ για να φέρει τα παλικάρια από το Βόλο έκανε λάθος.
Αυτοί που ικανοποίησαν το λαϊκό αίσθημά τους θα είναι οι ίδιοι που θα γκρινιάζουν για τη διατάραξη της βιωσιμότητας και τα ''ανοίγματα'' της επιχείρησης. Άσχετα αν δεν έχουμε ιδέα περί μπάτζετ, ισολογισμών και λοιπών αριθμητικών στοιχείων.
Τέλος, έχουμε τους μάνατζερ.
Στην Ελλάδα δεν έχουμε ιδέα πως γίνεται μια μεταγραφή. Είναι γνωστό ότι
ο εμπνευστής της γαργαρόπουτσας έφερνε παίχτες στον Ιωνικό μέσω youtube. Είναι γνωστή, επίσης, η τεράστια επίδραση που έχει το ηλεκτρονικό παιχνίδι manager σε οπαδούς και παράγοντες. Αρκετές ομάδες αναθέτουν στους ανιχνευτές τους να σκανάρουν τους παίχτες που έχουν πολύ καλά χαρακτηριστικά στο manager. Είναι ενδιαφέρουσα η ιστορία του πως ήρθε ο Ντούντου στην Ελλάδα και στον Ολυμπιακό. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια αρκετές ομάδες πληρώνουν μεγάλα ποσά, προκειμένου να αποκτήσουν την βάση δεδομένων του παιχνιδιού, αρκετούς μήνες πριν αυτό κυκλοφορήσει -το έπραξε πρόσφατα η Έβερτον.
Στην Ελλάδα, φυσικά, η έννοια του scouting είναι ευρέως άγνωστη. Πλείστοι το ευαγγελίζονται, πολλοί το αναφέρουν, λίγοι γνωρίζουν την σημασία του και ελάχιστοι το εφαρμόζουν. Οι περισσότερες μεταγραφές βασίζονται σε αμφιλεγόμενα κίνητρα και οφείλονται στα κονέ του τεχνικού διευθυντή, στα κολλητιλίκια του προπονητή και κυρίως στην τύχη. Για παράδειγμα, ο Βαλβέρδε και η (μιζοφόρα;) συνεργασία του με τον Ιμπάνιεθ. Το σπρώξιμο του Κοβάσεβιτς στη σέρβικη αγορά. Ο Κόντης που διαρρέει το νέο ότι ο Άρης ψάχνει επιθετικό και εντός 24ώρου τα φαξ πέφτουν βροχή.
Σε αυτή την περίπτωση, το scouting λαμβάνει -αν λάβει- μέρος εκ των υστέρων και συνήθως εφαρμόζεται μέσω παρακολούθησης βίντεο και σπανιότερα μέσω δοκιμής στην προπόνηση. Σαν να σου κάνουν προξενιό με μια γκόμενα και να την βλέπεις για πρώτη φορά στα σκαλιά της εκκλησίας. Αντίθετα, το πραγματικό scouting απαιτεί πολλούς μήνες παρακολούθησης.
Φυσικά κάτι τέτοιο θέλει χρήμα και κυρίως χρόνο. Οι ελληνικές ομάδες θεωρούν τον χρόνο πολυτέλεια. Μεταφράζουν την υπομονή ως αδυναμία. Θυμάμαι όταν είχαμε υπογράψει τον Ρομπέρζ από την Παρί. Τότε, είχαν πει ότι τον παίχτη τον παρακολουθήσαμε σε 22 ματς. Αν πράγματι τον παρακολουθήσαμε σε 22 ματς σημαίνει ότι το τμήμα scouting υπολειτουργεί ή στελεχώνεται με ανεπαρκές και ανίκανο προσωπικό.
Στην Ελλάδα, κατά την γνώμη μου, ο μόνος άνθρωπος που κάνει σοβαρή δουλειά είναι ο Ρότσα. Κάποτε υπήρχε κι ο Γκέραρντ -ο μοναδικός που πήγαινε στα Παγκόσμια και Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα Νέων. Δυστυχώς, όμως, ουδείς λογαριάζει τις προτάσεις του Μπουμπλή. Αν είχα σχέση ή επιρροή με την Π.Α.Ε. Άρης θα έκανα ότι περνάει από το χέρι μου για να έρθει ο Ρότσα στο Χαριλάου. Όπως γίνεται αντιληπτό, το να είμαι ο Βρύζας και να φέρνω πρώην συμπαίχτες μου από πρώην ομάδες μου στον Π.Α.Ο.Κ. δεν συνιστά scouting. Το να είμαι ο Κόντης και να αξιοποιώ τα -ομολογουμένως ισχυρά- κονέ μου δεν συνιστά scouting. Το να είμαι ο Αντωνίου και να ξοδεύω 6.5 εκατομμύρια γιούρο για Χριστοδουλόπουλο και Μελίσση δεν συνιστά scouting. Το να είμαι
ο γυμνός βασιλιάς και να εκτελώ ότι κινείται στον ελληνικό χώρο δεν συνιστά scouting. Επίσης, το να φέρνω ονόματα όπως Σισέ, Αμπρέου ή Ριβάλντο δεν συνιστά scouting.
Το μεταγραφικό σκηνικό στην Ελλάδα συνάδει άψογα με την νοοτροπία που διέπει τις ομάδες στο σύνολό τους. Δεν μας νοιάζει το μέλλον. Ούτε καν το σήμερα. Μας νοιάζει το τώρα. Το μόνο που θέλουμε είναι να βγει η χρονιά. Όπως ακριβώς γράφει κι ο Πανούτσος:
«Το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει μπει στη λογική με την οποία αντιμετωπίζεται και η οικονομία. Στην οποία δεν κοιτάμε να στρώσουμε κώλο και να σωθούμε, αλλά να βρούμε τρόπους να φεσώσουμε τους πιστωτές και να επιβιώσουμε εκβιάζοντάς τους ότι αν χαθούμε, θα τους πάρουμε μαζί μας».
Επομένως, για ποιo scouting μιλάμε; Χρονοβόρα και κοπιαστική διαδικασία. Βάζω τους μάνατζερ, παίρνουν τη μίζα τους και όλα βαίνουν καλώς. Η δουλειά μπορεί να γίνεται, αλλά κατόπιν προκύπτουν γκρίνιες. Λόγου χάρη, ο Άρης και η ανάδειξη του Κόντη σε αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Τι σαπάκι είναι αυτός, τι σακάτης είναι ο άλλος, ποιος διάλεξε τους παίχτες, ποιος έκανε το σχεδιασμό και πάει λέγοντας. Ο ένας κατηγορεί τον άλλον και οι οπαδοί τους πάντες. Για αυτό σε κάθε μεταγραφική περίοδο, οι ελληνικές ομάδες αλλάζουν τους παίχτες σαν πλαστικά μαχαιροπίρουνα. Για να γίνουμε και ολίγον κυνικοί, το θέμα δεν είναι ποιος φέρνει τους παίχτες και πως αυτοί έρχονται, αλλά η επίτευξη του σκοπού, ήτοι η νέα μεταγραφή να έχει καλή επίδοση και απόδοση με όσο το δυνατόν χαμηλότερες οικονομικές απολαβές.
Και έρχομαι εγώ ο περήφανος Αρειανός και ρωτάω: γιατί η Μπαρτσελόνα και η Μάντσεστερ του τσίχλα κάνουν μεταγραφές που είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού; Ρητορικό το ερώτημα. Θέλετε να φέρω την ερώτηση στα μέτρα μας; Να την φέρω. Να την εξισώσω με τα δικά μας δεδομένα; Να την εξισώσω.
Γιατί ο Εργοτέλης κάνει μεταγραφές στα δάχτυλα του ενός χεριού; Εκ νέου ρητορικό το ερώτημα. Για αυτό ακριβώς υποτιμούμε την δράση και τα συμφέροντα των μάνατζερ. Όπως, επίσης, υποτιμούμε τα οφέλη ενός αξιόλογου δικτύου ανίχνευσης και αξιοποίησης ταλέντων.
Ενός ορθολογικού σχεδίου που να στοχεύει στην μεταγραφική πολιτική, τις υποδομές και τα φυτώρια. Για να καταστεί καλύτερα κατανοητό ας το ονομάσουμε μεταπωλητική αξία παιχτών.
Όλα αυτά που αράδιασα προβάλλουν τη μιζέρια μας. Μηδέν αυτοκριτική, μηδέν αμφιβολία. Αντίθετα, βασιλεύει η ημιμάθεια και η έλλειψη γνώσης.
Οφείλουμε να σκεφτόμαστε. Να κρίνουμε. Να αξιολογούμε. Να μαθαίνουμε. Να ακούμε. Ωστόσο, υποτασσόμαστε σε διαφορετικούς κανόνες. Τους δικούς μας κανόνες. Όχι μόνο στο ποδόσφαιρο, αλλά σε όλες τις πτυχές της ζωής. Συγχωρέστε με για την έκταση του κειμένου.
Είναι πολλά αυτά που έγραψα κι όμως αποδεικνύονται τόσα λίγα. Προσπάθησα να αποκρυπτογραφήσω κάποιες βασικές ποδοσφαιρικές καταστάσεις, οι οποίες πρέπει να θεωρούνται δεδομένες και
αυτονόητες, αλλά, δυστυχώς, τις περισσότερες φορές, κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Παραμένουμε προσκολλημένοι σε ένα προκλητικό πλαίσιο άγνοιας που μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ατέρμονη γκρίνια και ανεξήγητη συνωμοσιολογία, ενώ παράλληλα βασίζεται στα θέλω του καθενός και στην καθολική επικράτηση αυτών. Καταννοώ ότι το παρόν άρθρο θα το διαβάσουν ελάχιστοι αναγνώστες, όμως οφείλω να τα γράψω, ώστε να τα επικαλούμαι, όποτε κριθεί απαραίτητο. Σας ευχαριστώ για τη υπομονή σας.
Υ.Γ.1 Την Παρασκευή έχουμε και Εθνική. Επίσης, έχουμε και
το ποδοσφαιρικό come back του Κάνθαρου. Νοιώθω σαν θηρίο στο κλουβί.
Υ.Γ.2 Βρισκόμαστε στο 1971. Επιστροφή στις ρίζες. Οι
Black Sabbath, αποτελούμενοι από την κλασσική τετράδα, κυκλοφορούν το ''Master of Reality'', από όπου ακούμε την πρώτη κομματάρα της ανάρτησης. Παραμένουμε στις ρίζες. Το έκτο στούντιο άλμπουμ της μπάντας κυκλοφορεί το 1975. Λέγεται ''Sabotage'' και εμπεριέχει ένα από τα καλύτερα τραγούδια των Sabbath. Καλή απόλαυση.